-
1 προφθάνω
A outrun, anticipate, c. acc., (lyr.);ἐγὼ.. σε προφθάσας λέγω.. Pl.R. 500a
, cf. PCair.Zen.520.2 (iii B.C.): c. part.,προὔφθης με παρακύψασα Ar.Ec. 884
, cf. Th.7.73, LXX 1 Ki.20.25, al.: c. gen., προέφθασα τοῦ φυγεῖν ib.Jn.4.2, cf. 1 Ma.10.4.2 abs., to be beforehand, , Theo Sm.p.160H.: [tense] aor. [voice] Med.,προφθάμενος A.R.4.913
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προφθάνω
См. также в других словарях:
προφθάνω — ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν 1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων» ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν» Αισχύλ.) 2. την κατάλληλη στιγμή… … Dictionary of Greek